- ἀποπάσχω
- ἀποπάσχω, opp. πάσχω, a Stoic term,A reject an impression,
ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί Arr.Epict.1.28.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί Arr.Epict.1.28.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποπάσχω — ἀποπάσχω (Α) (όρος των Στωικών) απορρίπτω, αποβάλλω μια εντύπωση, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κάτι … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek